παλαιοβοτανολόγος

παλαιοβοτανολόγος
ο
επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με την παλαιοβοτανική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paleobotanist (< παλαιο-* + βοτανολόγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”